ἐξοχή

ἐξοχή
ἐξοχ-ή, , ([etym.] ἐξέχω)
A prominence,

ἐ. κεράτων

elevated nature,

Arist.PA 663a8

;

πέτρας LXXJb.39.28

; ζῴων ἐξοχαί embossed figures on shields, D.S.5.30;

εἰσοχαὶ καὶ ἐ. S.E.P.1.120

, cf. Simp.in Cael.409.13; wart, Dsc.2.104;

ἐ. ἀκανθώδεις Id.3.16

; also, = ἐξοχάδες, ib.80; extremities of animals, J.AJ3.10.3.
II metaph., pre-eminence,

ἐ.

in nullo est,

Cic.Att.4.15.7

;

ἀπεργάσασθαι τὴν ἐ. Longin.10.3

; δι' ἐξοχὴν μορφῆς Hierocl.p.55 A.;

κατ' ἐξοχήν

par excellence,

Str.1.2.10

, Ph.1.65, A.D.Synt.26.15, OGI764.52 (ii B.C.), etc.; οἱ κατ' ἐξοχὴν τῆς πόλεως leading men, Act.Ap.25.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐξοχῇ — ἐξοχή prominence fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχή — prominence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… …   Dictionary of Greek

  • Εξοχή — Sp Eksòchė Ap Εξοχή/Exochi L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • εξοχή — η 1. ό,τι εξέχει, η προεξοχή, εξόγκωμα. 2. η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι αγροί, οι βοσκότοποι. 3. εξοχική περιοχή κατάλληλη για ανάρρωση αρρώστων ή για παραθερισμό υγιών. 4. (ιατρ.), δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές. 5. στον πληθ., εξοχές τα αιχμηρά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξοχαῖς — ἐξοχή prominence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχαί — ἐξοχή prominence fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχῆς — ἐξοχή prominence fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχέων — ἐξοχή prominence fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχήν — ἐξοχή prominence fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχῶν — ἐξοχή prominence fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”